θεόσεπτος

θεόσεπτος
θεόσεπτος, ον,
A feared as divine,

βροντή Ar.Nu.292

; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b.
II [voice] Act.,= θεοσεβής, Man.4.427.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεόσεπτος — θεόσεπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό 2. άγιος, όσιος 3. ευσεβής, θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν σεπτος, περί σεπτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόσεπτος — feared as divine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόσεπτον — θεόσεπτος feared as divine masc/fem acc sg θεόσεπτος feared as divine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσέπτου — θεόσεπτος feared as divine masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”